- εὖγ'
- εὖγε , εὖγεwellindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιγνωμία — η αντίθεση γνωμών, αντιλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + γνώμη. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
διαπίστωση — η εξακρίβωση, η πλήρης απόδειξη μετά από έλεγχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστωσις μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
επίστρωση — η 1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυση («επίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα») 2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό 3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι στρώνω. Η λ … Dictionary of Greek
επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… … Dictionary of Greek
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
κατοχυρώνω — (ΑΜ κατοχυρῶ, όω, Μ και κατοχυρώνω) εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της») νεοελλ. μσν. οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.) μσν. ενισχύω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
μανδυοφόρος — ο αυτός που φορά μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek